- Γιδάς
- Παλαιότερη ονομασία της πόλης Αλεξάνδρειας (βλ. λ.) της Μακεδονίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιδιά — η 1. το δέρμα της γίδας ή του τράγου. 2. σάκος από δέρμα γίδας όπου βάζουν γάλα, τυρί κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Alexandreia — Alexándreia Alexándreia (en grec moderne : Αλεξάνδρεια) est une ville du nome d Imathie en Macédoine Centrale en Grèce. En 2001, sa population était de 19 283 habitants. Avant son renommage en 1953, la ville portait le nom de Gídas… … Wikipédia en Français
Alexándreia — (en grec moderne : Αλεξάνδρεια) est une ville du nome d Imathie en Macédoine Centrale en Grèce. En 2001, sa population était de 19 283 habitants. Avant son renommage en 1953, la ville portait le nom de Gídas (Γίδας). Lien externe Sur… … Wikipédia en Français
Gídas — Alexándreia Alexándreia (en grec moderne : Αλεξάνδρεια) est une ville du nome d Imathie en Macédoine Centrale en Grèce. En 2001, sa population était de 19 283 habitants. Avant son renommage en 1953, la ville portait le nom de Gídas… … Wikipédia en Français
PECTUS — apud Gentiles, Neptuno sacrum, ferocissimo Deorum et ab omni sapientia alienissimo: cum Palladi potius consecrandum videretur, hoc Sapientiae domicilium. Unde sine pectore miles Aiax dicitur apud Ovid. Metam. l. 13. v. 290. Homo sine pectore… … Hofmann J. Lexicon universale
αγούμαστος — ο 1. είδος σταφυλιού με μεγάλες και μακρουλές ρώγες 2. το κλήμα που παράγει τέτοια σταφύλια 3. διάφορα είδη εκλεκτών σταφυλιών (λευκά, μαύρα, κόκκινα κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. βούμαστος < βοῦς + μαστός η μεταβολή τού βου σε γου πιθ. από… … Dictionary of Greek
γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) … Dictionary of Greek
γίδι — το 1. το νεογνό τής γίδας, κατσικάκι 2. γίδα οποιασδήποτε ηλικίας 3. (για ανθρώπους) άξεστος, αγροίκος 4. (για παιδιά) ζωηρός, ατίθασος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αιγίδιον («μικρή κατσίκα, κατσικάκι»), υποκορ. του αιξ(αιγός)] … Dictionary of Greek
γιδάρης — και γίδας, ο γιδοβοσκός … Dictionary of Greek
γιδόζευλα — η το ξύλινο στεφάνι με το κυπρί που περιβάλλει τον λαιμό τής γίδας, κουδουνίστρα … Dictionary of Greek